Ζεστός τραχανάς στα 2400μ. υψόμετρο

Νυχτερινή ανάβαση στον Ταΰγετο.

Κάθε χρόνο, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, άκουγα τους μεγάλους να οργανώνουν με λαχτάρα την καθιερωμένη νυχτερινή ανάβαση του Ιουλίου.

Κάθε χρόνο, δεν αποφάσιζα να τους ακολουθήσω.

Φέτος ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκα στην κορυφή του Ταϋγέτου, για να δω την ανατολή και την περίφημη “πυραμίδα”.

 

 

Υπάρχουν αρκετές διαδρομές. Κάποιες πολύωρες και βατές, άλλες επικίνδυνες, για τους μυημένους του βουνού. Η δική μας διαδρομή ξεκίνησε λίγο πιο πάνω από τις πηγές του Μαγκανιάρη. Μια τοποθεσία κοντά στην Σπάρτη. Εκεί σκοπεύαμε να επιστρέψουμε για γερό τσιμπούσι και στο κατέβασμα από την κορυφή.

Από τις πηγές λοιπόν, ανεβήκαμε στο προσκοπικό καταφύγιο όπου αφήσαμε τα αμάξια και ξεκινήσαμε την ανάβαση.

 

Φορτωθήκαμε με τα απολύτως απαραίτητα: σάκους, σκηνές, υποστρώματα, καπέλα, ξηρά τροφή, μπατόν, μπουφάν…κατσαρόλες, σφηνοπότηρα, τσίπουρο, ρακόμελο, τραχανά, ζωμό κοτόπουλου…

 

Το τσιμπούσι έμελλε να γίνει στα 2400 μέτρα υψόμετρο!

 

Η πρώτη μια ώρα περνάει εύκολα. Τα σημάδια είναι ευδιάκριτα και το μονοπάτι αρκετά βατό.

Βγαίνοντας από τα πεύκα και τις κουκουναριές, ξεκινάει το αλπικό λιβάδι.

 

Χαμηλή βλάστηση γεμάτη φασκόμηλο, τσάι και φτέρες. Σε εκείνο το ύψος η θέα σου μαρτυρά ότι είσαι πολύ μακριά από οποιαδήποτε πόλη, αμάξι, δρόμο, φασαρία και άγχος. Αισθάνεσαι ότι είσαι εκεί που έπρεπε να ήσουν πάντα.

 

Στόχος ήταν να φτάσουμε πριν νυχτώσει στο σημείο “πόρτες”. Το πέρασμα που χωρίζει την Μεσσηνιακή από την Λακωνική πλευρά του Ταϋγέτου.

Δεν θα καταφέρναμε να φτάσουμε εκεί πριν νυχτώσει. Αργότερα, περνώντας από τις “πόρτες” καταλάβαμε πόσο τυχεροί ήμασταν. Ο αέρας και το κρύο θα μας είχε αφήσει ξάγρυπνους όλο το βράδυ.

 

Κατασκηνώσαμε λοιπόν σε ένα λιβάδι που σχημάτιζε κοίλωμα και περιτριγυριζόταν από βράχους. Η καλύτερη τοποθεσία για να προστατευτείς από τον αέρα και το κρύο της νύχτας.

 

Το φαγητό ξεκίνησε να μαγειρεύεται. Κόκκινος τραχανάς μαγειρεμένος σε ζωμό κοτόπουλο. Μετά την κούραση και καθώς η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά, αυτή η σούπα μίλαγε κατευθείαν στην ψυχή σου.

 

Από τότε, όσες φορές κι αν προσπάθησα, ποτέ δεν κατάφερα να πετύχω αυτή την νοστιμιά. Ίσως τελικά η νοστιμιά του φαγητού είναι οι άνθρωποι που το μοιράζεσαι, τα αστεία, τα γέλια, η θέα που αντικρίζεις όταν γεύεσαι την πρώτη μπουκιά.

 

Ύστερα ήρθε το φεγγάρι. 3 Αυγούστου, η Πανσέληνος του Οξύρρυγχου. Η πιο φωτεινή Πανσέληνος που έχω δει.

 

 

Στις 3 τα ξημερώματα ξεκινήσαμε για την κορυφή. Είχαμε ακόμα 1,5 με 2 ώρες περπάτημα.

 

Η ανάβαση ήταν δυσκολότερη από την προηγούμενη μέρα. Ανηφορική και κόντρα στον αέρα. Ωστόσο δεν χρειαζόσουν καν φακό. Για την ακρίβεια, το φεγγάρι σε “τύφλωνε” αν κοίταζες ψηλά κι έτσι έπρεπε να κοιτάς στο έδαφος το κάθε σου βήμα και να αφήσεις τα μάτια σου να συνηθίσουν.

 

Στα τελευταία μέτρα το έδαφος ήταν σαθρό και οι πέτρες έφευγαν κάτω από τα πόδια σου. Έπρεπε να προσέχεις κάθε σου βήμα και να γραπώνεσαι και με τα χέρια για να μην γλιστρήσεις.

 

Και τέλος, η κορυφή…

 

Με το πέτρινο εκκλησάκι του προφήτη Ηλία και τις εικόνες από μάρμαρο, τάματα που έχουν κουβαλήσει στην πλάτη. Με την θέα που σε μαγεύει από το πρώτο λεπτό που παίρνεις την πρώτη αναπνοή στην κορυφή.

 

Η θερμοκρασία δεν ξεπερνούσε τους 5 βαθμούς. Κρύο που το σώμα είχε ξεχάσει στη μέση του Καλοκαιριού.

Ψήσαμε Ελληνικό καφέ και περιμέναμε την Ανατολή.

 

 

Σιγά σιγά άρχισε να βγαίνει ο ήλιος. Όσο ανέβαινε προς τον ουρανό και έριχνε το φως του στην κορυφή, η σκιά της δημιουργούσε μια πυραμίδα, η οποία έπεφτε ακριβώς στον Μεσσηνιακό κόλπο.

Ένα φαινόμενο που μόνο αν είσαι τυχερός και βρεις καθαρό ουρανό μπορείς να θαυμάσεις.

Μια κορυφή με ένα κατακόκκινο ήλιο από την μια και από την άλλη  το φεγγάρι αρνιόταν να κρυφτεί, έδινε στην σκιά της πυραμίδας ένα απόκοσμο φως.

 

Βλέπεις την πυραμίδα στο βάθος

 

 

 

Η κατάβαση ήταν πιο εύκολη.

Περάσαμε ξανά από το σημείο που είχαμε κατασκηνώσει για να μαζέψουμε τις σκηνές και συνεχίσαμε κατηφορίζοντας προς το Προσκοπικό καταφύγιο.

Τρεις ώρες και κάμποσες στάσεις αργότερα, φτάσαμε.

Κατεβήκαμε στις πηγές του Μαγκανιάρη, από όπου και είχαμε ξεκινήσει, για να ετοιμάσουμε το φαγητό.

Μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα και τόνο. Μαγειρεμένα με νερό από την πηγή, σε αυτοσχέδιους φούρνους που έχουν φτιάξει εκεί οι ντόπιοι.

Και φρέσκο τσάι του βουνού.

 

Το διήμερο αυτό ήταν γεμάτο εμπειρίες, γεύσεις και εικόνες που σπάνια βιώνεις. Αυτές τις στιγμές που νιώθεις ευγνωμοσύνη για το ότι ήσουν απλά εκεί.

 

 

 

Sharing is caring

Recommended Articles

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *